- ταχυπνοώ
- -έω, Ααναπνέω γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -πνοῶ (< -πνους < πνοή), πρβλ. βραχυ-πνοῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek
ταχύπνοια — η, ΝΑ ιατρ. αύξηση τής αναπνευστικής συχνότητας πέρα από τον αριθμό αναπνευστικών κινήσεων στο λεπτό που αναλογεί στην ηλικία, στο φύλο, στη στάση τού σώματος, στο εκτελούμενο έργο, στη θερμοκρασία τού σώματος και στην ψυχική κατάσταση, αύξηση η… … Dictionary of Greek